- ωτορραγία
- η мед. кровотечение из ушей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ωτορραγία — η, Ν ιατρ. αιμορραγία τού έξω ακουστικού πόρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + ρραγία (< ρραγής < ῥήγνυμι), πρβλ. αιμο ρραγία] … Dictionary of Greek